- βιοπαλεύω
- και -παλαίωμοχθώ για την εξοικονόμηση των αναγκαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιοπαλεύω < βίος + παλεύω < πάλη + -εύω και ο τ. βιοπαλαίω < βίος + παλαίω, που μαρτυρείται από το 1893 στον Θ. Βελλιανίτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιοπαλεύω — εψα, μοχθώ για να ζήσω, ζω με πολλές στερήσεις: Βιοπάλευε σε όλη του τη ζωή και πέθανε στερημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek